- εὑρεσίτεχνος
- εὑρεσίτεχνος [ῐ], ον,A inventor of arts, Orph.H.32.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) … Dictionary of Greek
εὑρεσίτεχνε — εὑρεσίτεχνος inventor of arts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
εφευρετικός — ή, ό (Α ἐφευρετικός, ή, όν) [εφευρέτης] αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος … Dictionary of Greek